πολύϊνος

πολύϊνος
πολύ-ϊνος [pron. full] [ῑ], ον (ἴς A)
A with many fibres, Thphr.HP3.10.3, al.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολύϊνος — ον, Α αυτός που έχει πολλές ίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἴς, ἰνός «ίνα» (πρβλ. λεπτό ϊνος, ολιγό ϊνος)] …   Dictionary of Greek

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”